Δημοτικές - Τοπικές Κοινότητες
Πίνακας Δήμων και Κοινοτήτων
Ο νέος Καλλικρατικός Δήμος Αλμυρού αποτελείται από:
ΔΗΜΟΤΙΚΕΣ ΕΝΟΤΗΤΕΣ |
ΔΗΜΟΤΙΚΕΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΕΣ |
ΤΟΠΙΚΕΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΕΣ |
ΟΙΚΙΣΜΟΙ |
ΑΛΜΥΡΟΥ |
ΑΛΜΥΡΟΥ ΕΥΞΕΙΝΟΥΠΟΛΗΣ |
ΚΡΟΚΙΟΥ ΠΛΑΤΑΝΟΥ ΑΝΘΟΤΟΠΟΥ ΚΩΦΩΝ ΚΟΚΚΩΤΩΝ ΦΥΛΑΚΗΣ
|
ΝΕΟΧΩΡΑΚΙΟΥ ΝΕΡΑΪΔΑΣ ΠΑΡΑΛΙΑΣ ΑΛΜΥΡΟΥ ΑΓ.ΙΩΑΝΝΗ(ΤΣΙΓΚΕΛΙ) ΧΟΡΟΣΤΑΣΙΟΥ ΑΡΓΙΛΛΟΧΩΡΙΟΥ ΑΝΩ ΜΑΥΡΟΛΟΦΟΥ ΜΑΥΡΟΛΟΦΟΥ ΖΑΡΚΑΔΟΧΩΡΙΟΥ ΠΕΡΔΙΚΑΣ
|
ΣΟΥΡΠΗΣ |
ΣΟΥΡΠΗΣ |
ΑΜΑΛΙΑΠΟΛΗΣ ΒΡΥΝΑΙΝΑΣ ΑΓ.ΤΡΙΑΔΑΣ ΔΡΥΜΩΝΑ ΑΓ.ΙΩΑΝΝΗ
|
ΚΟΝΤΑΡΟΛΑΚΚΑΣ ΝΗΕΣ |
ΠΤΕΛΕΟΥ |
|
ΠΤΕΛΕΟΥ ΑΧΙΛΛΕΙΟΥ ΑΓ.ΘΕΟΔΩΡΩΝ
|
ΠΗΓΑΔΙ ΛΕΙΧΟΥΡΑΣ ΑΓ.ΜΑΡΙΝΑΣ - ΛΕΥΚΗΣ ΑΓ.ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΓΑΥΡΙΑΝΗΣ
|
ΑΝΑΒΡΑΣ |
|
ΑΝΑΒΡΑΣ |
|
Η αναλυτική λίστα των Δήμων-Κοινοτήτων-Οικισμών που ακολουθεί είναι ταξινομημένη με βάση τον πληθυσμό.
Αλμυρός
Η σημερινή πόλη του Αλμυρού, μετά τη Βυζαντινή εποχή, για λόγους κυρίως πειρατικών επιδρομών, χτίστηκε στη σημερινή της θέση. Στην περιοχή εγκαταστάθηκαν στις αρχές του 20ου αιώνα οικογένειες από την Ανατολική Ρωμυλία και τη Μικρά Ασία.
Μετά την απελευθέρωση από τα στρατεύματα κατοχής άρχισε να αναπτύσσεται σημαντικά. Από το σεισμό το 1980 ο Αλμυρός ανοικοδομήθηκε ριζικά και πήρε τη σημερινή του μορφή.
Άποψη του Αλμυρού από ψηλά
Ο Αλμυρός αποτελεί σημαντικό αγροτικό και εμπορικό κέντρο του Νομού Μαγνησίας , ενώ εξελίσσεται και σε κέντρο αγροτουρισμού για την περιοχή. Ακόμη, έχει τον αρχαιότερο γεωργικό συνεταιρισμό της Ελλάδας.
Στον εύφορο κάμπο του Αλμυρού καλλιεργούνται σιτηρά, κηπευτικά, βαμβάκι, καλαμπόκι, ελιές, αμυγδαλιές, αμπέλια. Σε απόσταση 6,5 χλμ. ανατολικά βρίσκεται η παραλία του Αλμυρού, Καραγκιόλ.
Στο Μουσείο μπορείτε να δείτε πλούσια ευρήματα νεολιθικής εποχής, ενώ ακριβώς απέναντι μπορείτε να επισκεφτείτε το παλαιό Γυμνάσιο Αλμυρού, ένα μνημειώδες νεοκλασικό κτίριο των αρχών του αιώνα μας που μαζί με το Μουσείο αποτελούν τα παλαιότερα κτίρια της περιοχής.
Το Δάσος Κουρί μια έκταση 1200 στρεμμάτων είναι ιδανικός τόπος περιπάτου πνιγμένο στις βελανιδιές με το παραδοσιακό τρενάκι, όμορφες τεχνητές λίμνες αλλά και ζώα που κυκλοφορούν ελεύθερα.
Η πλατεία του Αλμυρού
Ο Αλμυρός έχει πληθυσμό περίπου 13.000 κατοίκους και απέχει 32,5 χλμ. ΝΔ από το Βόλο. Αποτελεί την κύρια Δημοτική Κοινότητα και πρωτεύουσα του Δήμου. Η πόλη του Αλμυρού έχει πλούσια εμπορική δραστηριότητα, τραπεζικά υποκαταστήματα και πλήθος υπηρεσιών, όπως Πολεοδομία, Δασαρχείο, Εφορία κλπ.
Ευξεινούπολη
Το 1881 με τη συνθήκη του Βερολίνου η Ανατολική Ρωμυλία κηρύχθηκε αυτόνομη περιοχή, όμως στις 6/9/1886 η Βουλγαρία την προσάρτησε μονομερώς. Αυτή ήταν και η αρχή της εκκένωσης της περιοχής από τον ελληνικό πληθυσμό, η οποία και κορυφώθηκε το 1906. Το ελληνικό κράτος με το νόμο Γ.Σ.Β’ στις 7/4/1907 «Περί ιδρύσεως και διανομής γαιών εν Θεσσαλία» δημιουργεί το νομικό πλαίσιο για την αποκατάστασή των κατοίκων και τη ρύθμιση του αγροτικού ζητήματος.
Οι κάτοικοι της περιοχής ήρθαν από τις πόλεις Πύργο, Βάρνα, Σωζόπολη, Ευσταθειοχώρι, Κάβαρνη, Μεσσημβρία, Βαλτσίκι και Άσπρο. Από 5 εθνικά κτήματα και δύο τσιφλίκια συγκεντρώθηκαν συνολικά 7 κτήματα έκτασης 23.000 τ.χλμ. προς διανομή. Τα κτήματα αυτά έδωσαν μικρό κλήρο και ανάγκασαν αρκετούς να εγκαταλείψουν την περιοχή κυρίως για τα μεγάλα αστικά κέντρα.
Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή ήρθαν στην Ευξεινούπολη και πρόσφυγες απ’ τη Μ.Ασία. Σε αυτούς παραχωρήθηκαν κτήματα και οικόπεδα από αυτούς που είχαν φύγει. Ο οικισμός έγινε από δύο διαφορετικές προσελεύσεις. Πολύ αργότερα έχουμε αποικισμό και από γηγενείς της περιφέρειας, κυρίως από κτηνοτρόφους της Όθρυος.
Αρχείο Ζούπη Κωνσταντίνου
Πανοραμική (μακρινή) εικόνα της Ευξεινούπολης
Η Ευξεινούπολη αποτελεί Δημοτική Κοινότητα του νέου Δήμου Αλμυρού και μάλιστα τη μεγαλύτερη, μετά τον Αλμυρό. Κωμόπολη 2.600 κατοίκων περίπου, η θεμελίωση της οποίας ολοκληρώθηκε το 1907. Οι πρώτοι κάτοικοι της, όπως γράφτηκε πιο πάνω, ήταν πρόσφυγες καταγόμενοι από την Ανατολική Ρωμυλία. Αργότερα το 1924 εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες από την Μικρά Ασία, τον Πόντο και στη συνέχεια Βλάχοι, Σαρακατσαναίοι και κάτοικοι κοντινών ορεινών χωριών.
Κύριο χαρακτηριστικό της Ευξεινούπολης είναι η άριστη ρυμοτομία της, με μεγάλους, ευθείς δρόμους και ανάλογα πεζοδρόμια. Τα κυριότερα κτίρια της είναι: ο μεγαλοπρεπής Ναός της κοίμησης της Θεοτόκου και το Δημοτικό σχολείο, του οποίου η παλαιά πτέρυγα χαρακτηρίστηκε διατηρητέα και θα ανακαινισθεί. Υπάρχει καινούριο σύγχρονο Γυμνάσιο με εσωτερικό αμφιθέατρο, διθέσιο Νηπιαγωγείο και Παιδικός Σταθμός. Στην κεντρική πλατεία δεσπόζει το πολιτιστικό Κέντρο και ένα όμορφο σιντριβάνι. Ακόμη με ιδιωτική πρωτοβουλία έχει δημιουργηθεί γήπεδο 5Χ5 ενώ η ποδοσφαιρική ομάδα «ΔΗΜΗΤΡΑ» αποτελείται από αξιόλογους παίκτες.
Ιερός Ναός Κοιμήσεως της Θεοτόκου
Υδροδοτείται από πηγή του όρους Όθρυς, από την οποία μεταφέρεται ποιοτικό νερό το οποίο καταλήγει σε πέντε κτιστές πέτρινες βρύσες σε διάφορα σημεία της κωμόπολης. Έχει αρκετά μαγαζιά, καφενεία και ταβέρνες. Σε απόσταση 500μ βρίσκεται το δάσος «ΚΟΥΡΙ», στην πορεία από τον Αλμυρό προς την Ευξεινούπολη. Ακόμη, νότια και σε κοντινή απόσταση είναι ο ποταμός Ξηριάς και νοτιότερα ακόμη το βουνό Όθρυς. Κύρια ασχολία των κατοίκων είναι η γεωργία και κατά δεύτερο λόγο η κτηνοτροφία.
Σούρπη
Η Σούρπη αποτελεί Δημοτική Κοινότητα του Δήμου Αλμυρού και έχει περίπου 2.000 κατοίκους. Έχει υψόμετρο 30 μ. και είναι κτισμένη αμφιθεατρικά στους πρόποδες του Κοκκινόβραχου (448μ.) και του Καραγκίνη (300 μ.) που αποτελούν προέκταση του Χλωμού όρους (893 μ.). Ο Χλωμός είναι μια οροσειρά που ξεκινά από την περιοχή του Πτελεού και τελειώνει στην θαλάσσια περιοχή της Αμαλιάπολης. Όλο το χωριό έχει ηλιακή πρόσοψη, με φυσική προστασία από τους Β.Α ανέμους, εμπρός του δε απλώνεται ευφορότατη πεδιάδα, το αρχαίον Αθαμάντιον πεδίον. Βρίσκεται στο κέντρο του Ελληνικού χώρου, απέχοντας από την Αθήνα 275 χλμ. και από την Θεσσαλονίκη 250 χλμ. Σε σχέση με τις κοντινές πόλεις ο Αλμυρός βρίσκεται στα 15 χλμ, ενώ ο Βόλος στα 50 χλμ. Πολύ κοντά στο χωριό υπάρχει η Εθνική οδός Αθηνών - Θεσσαλονίκης, ενώ ως το 1963 περνούσε μέσα από την Σόυρπη η Παλαιά Εθνική οδός, που σήμερα είναι η επαρχιακή οδός προς το Πτελεό.
Η Σούρπη έχει μακραίωνη ιστορία, που ξεκινά περίπου χίλια (1.000) χρόνια πριν, από τη Βυζαντινή εποχή. Το σημερινό χωριό μπορεί να ονομασθεί ως νεότερη Σούρπη, γι' αυτό και η ιστορική του διαδρομή θα πρέπει να χωρισθεί σε δύο (2) περιόδους. Το "παλιό" χωριό, που ξεκινά από τα Βυζαντινά χρόνια και φτάνει έως την έναρξη της Τουρκοκρατίας και στο "νέο" χωριό, που ξεκινά από τον 15ο αιώνα μέχρι τις μέρες μας.
Η κύρια ασχολία των κατοίκων της Σούρπης είναι η γεωργία και η κτηνοτροφία. Στην ευρύτερη περιοχή καλλιεργούνται ελιές, σιτηρά, βαμβάκι κ.α. Στον κάμπο της Σούρπης καλλιεργούνται σχεδόν 8 τετρ. χιλιόμετρα με σιτηρά, βαμβάκι, ντομάτα κλπ και στις πλαγιές και τους λόφους άλλα 6 τετρ. χιλιόμετρα με ελιές, αμπέλια, αμυγδαλιές κλπ.
Στον κτηνοτροφικό τομέα, αρκετά είναι τα γιδοπρόβατα που εκτρέφονται στην ευρύτερη περιοχή. Μάλιστα η Σούρπη είναι ο 2ος οικισμός στη Μαγνησία, μετά την Ανάβρα, σε αριθμό αιγοπροβάτων και σε τόνους παραγωγής γαλακτοκομικών προϊόντων.
Πτελεός
Στη νότια πλευρά του Παγασητικού κόλπου, μόλις 35 χιλιόμετρα μακριά από το αεροδρόμιο της Νέας Αγχιάλου, απέναντι από τις Σποράδες, βρίσκεται ο Πτελεός. Η περιοχή είναι ιδανική για διακοπές καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, κυρίως όμως το καλοκαίρι που υπάρχει έντονη τουριστική κίνηση. Μία ομάδα από οικισμούς και υπέροχες παραλίες πλαισιώνουν το κύριο μέρος του, δημιουργώντας μία κοινότητα που συνδυάζει τη γοητεία της παρθένας φύσης με όλες τις σύγχρονες ανέσεις, καταστήματα, ξενοδοχεία, bar, disco, εστιατόρια κ.τ.λ. Το Πηγάδι είναι θερινό κέντρο ζωής, με τα γραφικό λιμάνι του, τις ταβέρνες με φρέσκο ψάρι και πολλούς μεζέδες, αλλά και τη νυχτερινή διασκέδαση.
Πτελεός
Στον Πτελεό υπάρχουν πολλά ιστορικά μνημεία και αξιοθέατα, όπως τμήματα μυκηναϊκών τάφων, το ενετικό κάστρο στο Πηγάδι με τη φαντασμαγορική άποψή του και την υπέροχη θέα, ο βιότοπος της Λειχούρας, είναι μόνο λίγα από τα πιο ενδιαφέροντα αξιοθέατα. Στα Δυτικά δεσπόζει η οροσειρά της Όθρυος με τις υπέροχες διαδρομές και τις πρόσφατα εξερευνηθείσες σπηλιές.
Εκτός από τα ιστορικά μνημεία υπάρχουν πολυάριθμες εκκλησίες και παρεκκλήσια, τα οποία εξαιτίας της θέσεώς τους ή της σημασίας τους αποτελούν επίσης έναν ενδιαφέροντα προορισμό κάθε επισκέπτη. Το γραφικό εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου χτισμένο πάνω σε λόφο, αξίζει μία επίσκεψη, καθώς από εκεί μπορεί κανείς να θαυμάσει το κόλπο του Παγασητικού και ολόκληρη την οροσειρά του Πηλίου μέρα και νύχτα.
Οι αμμουδιές και οι παραλίες στην Αγία Μαρίνα, τη Λεύκη, τη Λιχούρα, το Λουτρό, την Παχιά Άμμο, τη Δράκα, τη Μητρούνα, τον Κοτσικιά, την Μπρινιώτισσα, τη Ροδιά, την Παναγιά, κ.τλ. ανήκουν στις πιο όμορφες και καθαρές παραλίες της νοτιοδυτικής Μαγνησίας. Μερικές από αυτές τις παραλίες είναι εύκολα προσβάσιμες, έχουν σύγχρονες υποδομές και παρέχουν όλες τις υπηρεσίες, ενώ κάποιες άλλες είναι πιο απομακρυσμένες και ερημικές, προσφέροντας την ευκαιρία για ρομαντικές αποδράσεις στις παρθένες αμμουδιές τους με τα γαλαζοπράσινα νερά.
Παραλία Πτελεού (Πηγάδι)
Μετά από μία γεμάτη μέρα στις παραλίες, μπορείτε να χαλαρώσετε, να αναζωογονηθείτε και να διασκεδάσετε στις πολλές ταβέρνες, απολαμβάνοντας φρέσκο ψάρι για το οποίο ο Πτελεός (ιδιαίτερα η παραλία του, το Πηγάδι) είναι φημισμένος, ή στις πολλές καφετέριες, πίνοντας τον καφέ σας ή το κοκτέιλ σας. Οι παραλίες και οι ακτές του Πτελεού έχουν τιμηθεί πολλές φορές με τα βραβεία «Χρυσός Αστερίας» και «Γαλάζια Σημαία» για την καθαρότητα και την όμορφη φυσική αμμουδιά τους.
Μεγάλο ενδιαφέρον όμως παρουσιάζει η περιοχή και για τους λάτρεις της φύσης και του κυνηγιού, αφού διαθέτει πλούσια φυσική ομορφιά και μεγάλο αριθμό θηραμάτων καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου.
Η Δημοτική Ενότητα Πτελεού είναι η πρώτη εικόνα του Νομού Μαγνησίας όπως ερχόμαστε από Αθήνα και η τελευταία καλύτερη ανάμνηση όπως φεύγουμε από αυτήν. Η Τοπική Κοινότητα Πτελεού, με 1.400 κατοίκους, ανήκει πλέον στο Δήμο Αλμυρού, σύμφωνα με το νέο νόμο Καλλικράτη.
Κρόκιο
Το όνομα του το Κρόκιο το οφείλει στο αυτοφυές φυτό κρόκος. Βολβόριζο φυτό της οικογένειας των «ιριδίων», που οι αποξηραμένοι στήμονες των λουλουδιών τους πουλιούνται σαν κίτρινη ή καστανοκόκκινη ουσία με το όνομα «ζαφορά», που θα πει «κρόκος», κατάλληλη στη βαφή, στο χρωματισμό και στην αρωματοποιία.
Αναφέρεται, μάλιστα, ότι στον ευρύτερο χώρο, που σήμερα είναι χτισμένο το Κρόκιο, ο Φίλιππος, Βασιλιάς της Μακεδονίας, αντιμετώπισε την άνοιξη του 352 π.Χ. τον Ονόμαρχο «στρατηγό αυτοκράτορα» των Φωκεών ανάμεσα στην παραλία του Παγασητικού και στις πόλεις των Θηβών και της Άλου και αυτό γιατί ο χώρος εκείνος προσφέρονταν για πλήρη αξιοποίηση του Θεσσαλικού ιππικού που ήταν εξαπλάσιο από το ιππικό του Ονόμαρχου. Η ιστορία αναφέρει ότι οι 3000 ιππείς του Φιλίππου στη μάχη στο Κρόκιο συντρίβουν το Φωκικό στρατό που χάνει 6000 άνδρες, και τον βασιλιά του Ονόμαρχο, ενώ αιχμαλωτίζονται και 3000, οι οποίοι και θανατώθηκαν ως ιερόσυλοι με πνιγμό στη θάλασσα.
Παλιά το Κρόκιο ονομάζονταν Κουρφάλι. Μετονομάστηκε σε Κρόκιο το 1919 με την ΦΕΚ 35/1919 απόφαση. Η πρώτη σφραγίδα της Κοινότητας είχε παράσταση της Θεάς Αθηνάς και γύρω έφερε τις λέξεις «ΚΟΙΝΟΤΗΣ ΚΟΥΡΦΑΛΙΟΥ» εξωτερικά και «ΑΧΑΙΩΝ» εσωτερικά.
Το Κρόκιο μετά το 1800 ήταν τσιφλίκι του Αλή πασά. Το 1840 εγκαθίστανται 17 οικογένειες από τον οικισμό Καραμάν, αργότερα 9 οικογένειες από τον οικισμό Καραμπάσι. Μέχρι το 1881 το Κρόκιο κατοικείται από Κονιάρους Τούρκους, οι οποίοι μετά την προσάρτηση πούλησαν τις μικρο-ιδιοκτησίες τους και επέστρεψαν στο Ικόνιο της Ασίας από όπου και κατάγονταν. Ενώ μέχρι το Νοέμβριο του 1905 το Κρόκιο είναι Τσιφλίκι του Τούρκου Αγά Καραμάν Μπιλίκ, μετά την δεύσμευση των τσιφλικιών του Αλή πασά από το Τουρκικό κράτος. Αυτός πουλά 3.000στρ στο Στέργιο Βελάνη, κάτοικο Κωφών και 10.000στρ στον Πέτρο Μητσόπουλο, κάτοικο Κροκίου.
Το 1929 απαλλοτριώνονται τα κτήματα του Μητσόπουλου και δίδεται κλήρος 30-150 στρέμματα σε κάθε οικογένεια. Την αξία αυτών πληρώνει το κράτος. Μέχρι το 1912 το Κρόκιο υπάγεται στο Δήμο Αλμυρού και από το 1919 έχει δική του Κοινότητα με πρώτο Πρόεδρο τον Μακατσιάνο Γεώργιο. Από το 1998 μέχρι το 2010, με το νόμο Καποδίστρια, το Κρόκιο αποτελούσε Δημοτικό Διαμέρισμα του Δήμου Αλμυρού. Σήμερα, με το νόμο Καλλικράτη, είναι Τοπική Κοινότητα του Δήμου Αλμυρού, με 500 περίπου κατοίκους.
Ανατολικά από το Κρόκιο, δίπλα στο Αεροδρόμιο της Ν. Αγχιάλου, βρίσκεται ο οικισμός (του Κροκίου) Κορφαλάκι, όνομα το οποίο προκύπτει από το παλιό "Κουρφάλι". Κατά την απογραφή του 2001 η Τοπική Κοινότητα Κροκίου είχε περίπου 850 κατοίκους.
Πλάτανος
«Το 16ο αιώνα κάτοικοι του Νοτίου Αλμυρού και της Αρχαίας Άλου εξ αιτίας πανούκλας ήρθαν και εγκαταστάθηκαν εδώ στον Πλάτανο και έτσι μεγάλωσε το χωριό. Με την καταστολή της επανάστασης του 1821, στην επαρχία μας κάηκε ολόκληρο το χωριό από τους Τούρκους. Το 1833 κάηκε και πάλι από τον λήσταρχο Βαλάτσο. Στη Θεσσαλική εξέγερση του 1854 κάηκε για τρίτη φορά ολόκληρο το χωριό από τους Τούρκους. Στην επανάσταση του 1878 καταστράφηκε ολόκληρος ο Πλάτανος. Τον Αύγουστο του 1881 απελευθερώθηκε ο Πλάτανος. Το 1897 με τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο κάηκαν αρκετά σπίτια του χωριού από τον τούρκικο στρατό. Στις 15-8-1943 κάηκε ολόκληρος ο Πλάτανος από τους Ιταλούς. Το 1960 άρχισε η εγκατάλειψη του χωριού από τους κατοίκους για νέο χωριό Πλάτανο.»
ΧΩΡΙΟ ΠΛΑΤΑΝΟΣ
Επιγραφή σε πλάκα που τοποθετείται στο χωριό και χρονολογείται από το 1978.
Πανοραμική εικόνα του Νέου Πλατάνου (από τον Παλιό Πλάτανο)
Ο Παλαιός Πλάτανος είναι ένα από τα πιο παλιά χωριά της επαρχίας Αλμυρού και η ιστορία του χάνεται στον χρόνο. Διάφορες εκδοχές μας μιλούν για την αρχή της δημιουργίας του, εκ των οποίων οι επικρατέστερες είναι: α) πως πρωτοκατοικήθηκε από Ασπροποταμίτες βοσκούς και στη συνέχεια δέχτηκε κατοίκους του κάμπου και β) πως δημιουργήθηκε από την αρχή από κατοίκους του παράκτιου Αλμυρού και γενικά της πεδιάδας. Σήμερα έχει εγκαταλειφθεί από τους κατοίκους του, οι οποίοι δημιούργησαν την περίοδο από το 1953 ως το 1962 τον Ν. Πλάτανο στο μέσον του κάμπου πάνω στον εθνικό δρόμο.
Στη σύγχρονη ιστορία ο Πλάτανος πλήρωσε βαρύ τίμημα καταστροφών στην προσπάθειά του να αποκτήσει η να διατηρήσει την ελευθερία του. Με το γενικό ξεσηκωμό του 1821, μαζί με όλους τους κατοίκους του Αλμυρού, επαναστάτησε και ο Πλάτανος πληρώνοντάς το με το κάψιμο του χωριού κατά την καταστολή της επανάστασης.
Δυστυχώς με τον ορισμό των συνόρων του πρώτου ελληνικού κράτους (Παγασητικός – Αμβρακικός ) ο Πλάτανος έμεινε έξω απ’ την Ελλάδα της οποίας τα σύνορα περνούσαν από το μέσο του κάμπου της Σούρπης και της κορφές της Όθρυος.
Από ληστρική επιδρομή καταστράφηκε από φωτιά το μισό χωριό το 1833. Το 1854 με τη Θεσσαλική εξέγερση κάηκε ολοκληρωτικά από τους Τούρκους. Στην τελευταία προσπάθεια των Θεσσαλών για ανεξαρτησία το 1878, το χωριό καίγεται ξανά και μάλιστα δύο φορές σε διάστημα δύο εβδομάδων.
Το 1943 στις 15 Αυγούστου το χωριό κάηκε από τους Ιταλούς ως αντίποινα για την επίθεση που δέχθηκαν από τους αντάρτες. Ήταν η τελευταία του καταστροφή διότι οι κάτοικοι αποφάσισαν να το εγκαταλείψουν, πράγμα που έκαναν όπως προαναφέρθηκε.
Αρχείο Ζούπη Κωνσταντίνου
Σήμερα το χωριό αριθμεί 865 κατοίκους και είναι Τοπική Κοινότητα του Δήμου Αλμυρού, με έντονη πολιτιστική ζωή. Με τους συλλόγους του, όπως ο Πολιτιστικός Σύλλογος Πλατάνου «Η Πρόοδος» και τον Σύλλογο Αποκατάστασης Μνημείων Πλατάνου γίνεται προσπάθεια διατήρησης και αναστύλωσης του παλιού χωριού.
Ανάβρα
Η Τοπική Κοινότητα Ανάβρας μέχρι το 2010 ήταν ανεξάρτητη Κοινότητα, αλλά από τις αρχές του 2011 αποτελεί κοινότητα του Δήμου Αλμυρού. Στην Ανάβρα τα τελευταία χρόνια έχει διαμορφωθεί ένα πλούσιο πλέγμα πολιτιστικών πόρων, που προσελκύουν επισκέπτες απ’ όλη την επικράτεια.
Άξιο αναφοράς είναι το Περιβαλλοντικό Πολιτισμικό Πάρκο «ΓΟΥΡΑ» που έχει δημιουργηθεί στις πηγές της Ανάβρας. Από τις πηγές αυτές ξεκινά ο ποταμός Ενιππέας. Στο πάρκο υπάρχει δίκτυο μονοπατιών με βασικό μονοπάτι πλακοστρωμένο και παρακλάδια, προστατευτικά κάγκελα σε επικίνδυνα σημεία, γεφύρια σε 5 βασικά σημεία, αναλειματικοί τοίχοι από λιθοδομή, εξοπλισμός με ξύλινους τραπεζόπαγκους και δοχεία απορριμμάτων, παιιδική χαρά κ.α. Ακόμη έχει τοποθετηθεί σήμανση και ενημερωτικές πινακίδες για τα αξιοθέατα του πάρκου, την πανίδα τη χλωρίδα κ.α.
Ακόμη, το Αιολικό Πάρκο Αλογόραχης αποτελεί ένα από τα σπουδαιότερα έργα της Ανάβρας. Σημαντικό περιβαλλοντικό έργο με ιδιαίτερη σημασία και εμβέλεια. Το Αιολικό Πάρκο Αλογόραχης βρίσκεται στο όρος Οθρυς, σε υψόμετρο (περίπου) 1.200 μ.
Άλλα σημεία στο χωριό που αξίζουν να επισκεφτεί κανείς είναι το Λαογραφικό Μουσείο Κτηνοτροφικής Ζωής καθώς και τη Βιβλιοθήκη της Ανάβρας. Όμως, περιφερειακά του χωριού υπάρχουν περιοχές αρχαιολογικού ενδιαφέροντος, όπως τα 3 κάστρα ελληνιστικής εποχής και το πρωτοελλαδικό νεκροταφείο. Η ορεινή φύση βέβαια κρύβει κι άλλους θησαυρούς όπως πέτρινα γεφύρια, σπήλαια κ.α.
Σύμφωνα με την απογραφή του 2001 η Ανάβρα έχει 987 κατοίκους.
Αμαλιάπολη
Η Αμαλιάπολη (Μιτζέλα) αποτελεί παραθαλάσσιο τουριστικό θέρετρο που κατακλύζεται από πλήθος τουριστών. Διαθέτει οργανωμένες παραλίες εκπληκτικής ομορφιάς, ξενοδοχεία και ενοικιαζόμενα δωμάτια, γραφικές ψαροταβέρνες και ουζερί που βρίσκονται δίπλα στο κύμα, μπαράκια κλπ. Τους καλοκαιρινούς μήνες υπάρχουν καραβάκια που πραγματοποιούν μονοήμερες κρουαζιέρες στις Βόρειες Σποράδες (Σκιάθο, Σκόπελο, Αλόννησο).
Η (νέα) Μιτζέλα κτίστηκε στις αρχές του 19ου αιώνα από κατοίκους της Παλιάς Μιτζέλας του Πηλιού. Έχει ξεχωριστή ιστορία καθώς οι κάτοικοί της διακρίθηκαν για τον ηρωισμό τους σε ναυμαχίες που πραγματοποιήθηκαν κατά την απελευθέρωση από τους Τούρκους. Τμήματα του οπλισμού των πλοίων τους (κανόνια κλπ) εκτίθενται στην πλατεία της Αμαλιάπολης.
Η ονομασία της δόθηκε προς τιμήν της Βασίλισσας Αμαλίας η οποία προσκάλεσε Βαυαρούς αρχιτέκτονες προκειμένου να επιμεληθούν την αρχιτεκτονική του οικισμού και των κτιρίων της. Ακόμη και σήμερα διασώζονται κτίρια υψηλής αρχιτεκτονικής καθώς και το κάστρο της Μιτζέλας. Στον γραφικό κόλπο δεσπόζει το νησάκι «Κίκυνθος» ενώ στον ευρύτερο θαλάσσιο χώρο από την Αμαλιάπολη ως τις Νηές έχουν εντοπιστεί 12 ναυάγια της ύστερης ρωμαϊκής και βυζαντινής περιόδου.
Αεροφωτογραφία της Αμαλιάπολης
Οι τουρίστες μπορούν να απολαύσουν το μπάνιο τους σε μαγευτικές παραλίες, ουζάκι και ψαρομεζέδες δίπλα στο κύμα, να μετέχουν σε καλοκαιρινές αθλητικές δραστηριότητες (beach volley) και θαλάσσια σπορ, να απολαύσουν το ποτό τους και να διασκεδάσουν ως τις πρωινές ώρες σε μπαράκια που βρίσκονται δίπλα στη θάλασσα. Ακόμη, μπορούν να πραγματοποιήσουν μονοήμερη κρουαζιέρα στις Βόρειες Σποράδες.
Βρίσκεται σε απόσταση μόλις 8 χιλιόμετρων από την Εθνική Οδό (Έξοδος στον Κόμβο Σούρπης). Σήμερα αποτελεί Τοπική Κοινότητα του Καλλικρατικού Δήμου Αλμυρού.
Αχίλλειο
Το Αχίλλειο είναι παραθαλάσσιο χωριό, απλωμένο σε μια ιδιαίτερη κλειστή αγκαλιά της παραλίας του όρμου Πτελεού. Άρχισε να κατοικείται γύρω στα 1918. Προήλθε από το χωριό Χαμάκω, που κατά την παράδοση ονομάστηκε έτσι από τη μητέρα του Αλή Πασά Χάμκω, η οποία συνήθιζε να παραθερίζει τα καλοκαίρια εκεί. Τα ερείπια του παλαιού οικισμού Χαμάκω καθώς και υπολείμματα ενός παλαιού ανεμόμυλου μπορούν να τα δουν οι επισκέπτες του χώρου.
Άποψη του Αχιλλείου από τη θάλασσα
Η ονομασία Αχίλλειο είχε δοθεί από το 1844 στο χωριό, που έχτισε ο τοπικός οπλαρχηγός Ιωάννης Βελέντζας στη θέση "Τραχήλι". Η θέση αυτή όμως γρήγορα εγκαταλείφθηκε μετά το θάνατο του οπλαρχηγού και οι κάτοικοι επανήλθαν αρχικά στην παλαιά θέση Χαμάκω, στη συνέχεια (1915) στη θέση Καλύβια Χαμάκω και τέλος στη σημερινή θέση του χωριού, που από τα αρχαιολογικά ευρήματα (δάπεδα μωσαϊκά χριστιανικών ναών, κιονόκρανα, κίονες κ.λ.π.), φαίνεται ότι κατοικούνταν από τα παλαιοχριστιανικά χρόνια. Ακόμη άλλα αρχαιολογικά ευρήματα, όπως κιβωτιόσχημοι τάφοι, που εντοπίστηκαν στη θέση Ξηρόραχη, οδηγούν στην άποψη ότι η περιοχή κατοικούνταν και σε προχριστιανικές εποχές. Η περιοχή ανήκε κατά την ομηρική εποχή στο βασίλειο του Πρωτεσίλαου, ενώ η τοπική παράδοση, η οποία ενισχύεται και από την ονομασία του χωριού, το θέλει να ανήκει στο βασίλειο του πρώτου στην ανδρεία ομηρικού ήρωα, Αχιλλέα.
Κότερα στο λιμάνι του Αχιλλείου
Σήμερα το Αχίλλειο, χτισμένο σε ένα κολπίσκο, ακριβώς στην έξοδο του Παγασητικού, αποτελεί ένα θαυμάσιο παραθεριστικό οικισμό με καθαρές και καταγάλανες ακρογιαλιές. Οι κάτοικοί του ασχολούνται σχεδόν αποκλειστικά με την καλλιέργεια της ελιάς και με μικρές άλλες γεωργικές καλλιέργειες, ενώ ο επισκέπτης μπορεί, εκτός από τις διακοπές του, να απολαύσει και μια μοναδική "διαδρομή" στα πολλά και πλούσια μνημεία και αξιοθέατα της γύρω περιοχής. Το Μουσείο Θαλάσσης είναι σίγουρα ένα από τα μέρη που πρέπει να επισκεφτεί κανείς. Επίσης, η παραλία του Αγίου Δημητρίου Αχιλλείου αποτελεί αγαπημένο προορισμό γι’ αυτούς που λατρεύουν το ψάρεμα σε πεντακάθαρη θάλασσα σε συνδυασμό με την παρθένα φύση.
Από την 1η Ιανουαρίου 2011, μετά την εφαρμογή του νέου νόμου περί Δήμων και Κοινοτήτων (Καλλικράτης), το Αχίλλειο αποτελεί Τοπική Κοινότητα του Δήμου Αλμυρού.
Άγιοι Θεόδωροι
Γραπτές πηγές που να βεβαιώνουν τη χρονολογία της ίδρυσης του χωριού των Αγίων Θεοδώρων δεν υπάρχουν. Η "πορεία" του μέσα στα χρόνια σώθηκε χάρη στις μνήμες και τις διηγήσεις των παλαιότερων. Το παλαιό χωριό των Αγίων Θεοδώρων (Παλαιοχώρι) κάηκε από τους Τούρκους μόλις κηρύχτηκε η επανάσταση του 1821.
Από τότε η ζωή των κατοίκων ήταν νομαδική (σκηνίτες - κτηνοτρόφοι). Στεγάστηκαν σε καλύβες στο ίδιο μέρος, άλλοι πήγαν στο γειτονικό χωριό Χαμάκω και σε άλλες γειτονικές αγροικίες. Το σημερινό χωριό χτίστηκε το 1845, μετά από μετακίνηση του πληθυσμού από το Παλαιοχώρι. Το παλιό χωριό (Παλαιοθόδωρος), με ιστορία αρκετών εκατονταετιών, ελευθερώθηκε από τον Τουρκικό ζυγό με τη συνθήκη της Ανδριανούπολης, το 1829. Στα πρώτα χρόνια μετά την απελευθέρωση η παρουσία του κράτους ήταν σκιώδης έως ανύπαρκτη, με αποτέλεσμα ο μεγάλος οπλαρχηγός Βελέντζας να καταφέρει (για δικούς του σκοπούς) να δημιουργήσει ένα παραλιακό χωριό, το Αχίλλειο στη θέση Τραχήλι, αναγκάζοντας πληθυσμούς να μετακινηθούν από τα χωριά Άγιοι Θεόδωροι, Χαμάκω και Κουρουκλέντι. Η γύρω περιοχή, όμως, ήταν ελώδης και νοσογόνος με πάρα πολλά κουνούπια. Σαν αποτέλεσμα οι κάτοικοι προσβλήθηκαν από ελονοσία και ο πληθυσμός αποδεκατιζόταν. Όλα αυτά συνέβαιναν μέχρι το θάνατο του οπλαρχηγού Βελέντζα. Έπειτα οι κάτοικοι ζήτησαν τη λύτρωση από την ελονοσία εγκαταλείποντας το παραθαλάσσιο χωριό και γύρισαν στα αρχικά τους χωριά στους Αγίους Θεοδώρους, στη Χαμάκω, στο Κουρουκλέντι. Από τον Παλαιοθόδωρο, σήμερα, σώζονται μόνο τα ερείπιά του, βόρεια του σημερινού χωριού, που είναι πολύ μεταγενέστερο.
Το χωριό των Αγίων Θεοδώρων, δεσπόζει σε ένα λόφο με 200 περίπου μέτρα ύψος, μόλις 3 χλμ από την Εθνική οδό Αθηνών - Θεσσαλονίκης. Οι κάτοικοί του υπολογίζονται στους 500 και οι περισσότεροι από αυτούς ασχολούνται με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Οι Άγιοι Θεόδωροι αποτελούν ένα φιλόξενο χωριό, με πολύ πράσινο και φυσικές ομορφιές, ιδανικό τόπο προορισμού για τους καλοκαιρινούς, και όχι μόνο παραθεριστές. Σήμερα αποτελεί Τοπική Κοινότητα του Δήμου Αλμυρού.
Βρύναινα
Η Βρύναινα βρίσκεται στην οροσειρά της Όθρυος, γνωστή και ως βουνό των Τιτάνων. Στο βουνό αυτό, μετά την Τιτανομαχία, ο Δίας ανέθεσε στην νύμφη Οθρυΐδα (Οθρηΐδα) τη βοσκή των κοπαδιών του, που αποτελούνταν από βόδια. Έτσι το βουνό πήρε το όνομά του απ' τη νύμφη.
Η Βρύναινα είναι γνωστή για τα εξαιρετικής ποιότητας αρωματικά φυτά (τσάι, ρίγανη, μέντα, φασκόμηλο, μελισσόχορτο, δυόσμο, δενδρολίβανο, λεβάντα, μαϊντανό, άνιθο, λουΐζα, δάφνη, τήλιο) και το μέλι που παράγει. Η μοναδικότητα της Βρύναινας έγκειται στο γεγονός ότι παράγει περισσότερο από το 80% της πανελλαδικής παραγωγής σε τσάι του βουνού (mountain tea). Ξακουστά σε όλο το νομό είναι τα ταβερνάκια της Βρύναινας, ονομαστά για τους μεζέδες και τα κρεατικά τους που παράγονται στην περιοχή.
Ιδιαίτερης αναφοράς χρήζουν τα δύο μοναστήρια της περιοχής, η γυναικεία Ιερά Μονή Κάτω Ξενιάς και ανδρώα Ιερά Μονή Άνω Ξενιάς με εξαιρετικές τοιχογραφίες και τη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας Ξενιάς. Οι μονές χρονολογούνται από τον 11ο μ.Χ. αιώνα και διαθέτουν ναούς εξαιρετικής αρχιτεκτονικής καθώς και χώρους φιλοξενίας ικανούς να φιλοξενήσουν μεγάλο αριθμό προσκυνητών. Στην Κάτω Ιερά Μονή Ξενιάς πραγματοποιείται κάθε χρόνο την Μεγάλη Παρασκευή αναπαράσταση της αποκαθήλωσης του Κυρίου στον λόφο Γολγοθά ενώ η πανήγυρις του μοναστηριού στις 23 Αυγούστου συγκεντρώνει πλήθος πιστών.
Στην ευρύτερη περιοχή της Βρύναινας υπάρχουν επίσης πέτρινα γεφύρια καθώς και υπόγειες σπηλιές, γνωστότερες από τις οποίες είναι η «Νεροσπηλιά» και το «Τετράστομο».
Το χωριό είναι Τοπική Κοινότητα του Δήμου Αλμυρού κι έχει 400 περίπου κατοίκους. Απέχει περίπου 22 χιλιόμετρα από την έδρα του Δήμου.
Αγία Τριάδα
Δίπλα ακριβώς στην κωμόπολη της Σούρπης βρίσκεται η Αγία Τριάδα, Τοπική Κοινότητα του Δήμου Αλμυρού, με τη γραφική εκκλησία της. Στην απογραφή του 2001 το χωριό είχε 338 κατοίκους.
Βρίσκεται στο κέντρο του κάμπου της πεδιάδας της Σούρπης, του αρχαίου Αθαμάντιου πεδίου. Όταν ιδρύθηκε το 1864 το χωριό ονομαζόταν Καλύβια Σούρπης και αργότερα το 1905 μετονομάστηκε σε Αγία Τριάδα από τον ομώνυμο ναό του χωριού.
Ο ναός της Αγ. Τριάδας στην πλατεία του χωριού
(με τη φωλιά του πελαργού μόνιμα πάνω από το καμπαναριό)
Κοκκωτοί
Το χωριό Κοκκωτοί (παλαιότερα ονόματα Κοκωτοί, Κουκουτοί, Κοκώσι, Κωτέτσι, Κοκωτί) είναι χτισμένο σε υψόμετρο 600 μέτρων και σε απόσταση 20 χιλιομέτρων νοτιοδυτικά της πόλεως του Αλμυρού. Αποτελεί Τοπική Κοινότητα του Δήμου Αλμυρού και έχει 320 κατοίκους.
Η λέξη «Κοκκωτοί» είναι ελληνικότατη, παραχθείσα από τη λέξη «κόκκος». Στην εντομολογία υπάρχει έντομο, το οποίο είναι γνωστό με το όνομα «κόκκος ο βαφικός». Το έντομο αυτό εναποθέτει τα αυγά του επί της δρυός την άνοιξη, τα οποία παλαιότερα χρησιμοποιούνταν στην βαφική τέχνη και κυρίως στην εποχή της τουρκοκρατίας στην βαφή των φεσιών. Παράλληλα, χρησιμοποιούνταν και στην βιομηχανία των δερμάτων οι «κηλίδες» - οι κοινώς λεγόμενες στο χωριό μας «μπουλιές» - οι οποίες επίσης δημιουργούνται σε ορισμένα είδη δρυός με το κέντημα ενός άλλου εντόμου – «ψήνος» καλούμενου – προς εναπόθεση των αυγών του.
Άλλωστε, είναι εξακριβωμένο ότι σε παλαιότερους χρόνους στο χωριό γινόταν επεξεργασία των δερμάτων κατά την οποία χρησιμοποιούνταν η «ταχνίνη» (δεξικόν οξύ), εξαγόμενη εκ των κηκίδων. Επειδή δε η ταχνίνη χρησιμοποιείται και στην βαφική, διόλου απίθανο να ήκμασε και στο χωριό η τέχνη αυτή, στην οποία εκτός της ταχνίνης χρησιμοποιούνταν και η συλλεγόμενη σκόνη εκ των δρυών, στην οποία μεταβάλλονταν τα τιθέμενα εις αυτήν αυγά του «κόκκου του βαφικού».
Ως γνωστό, το χωριό Κοκκωτοί έχει απέραντο δάσος με δρυς, το οποίο είναι ένα από τα μεγαλύτερα της Θεσσαλίας. Η επεξεργασία των δερμάτων – όπως και η βιομηχανία της βαφικής – γινόταν σε ειδικά εργαστήρια που βρίσκονταν κοντά στο χωριό και σε τοποθεσία όπου υπήρχε εκβολή δύο ρυακιών, των κατερχόμενων στην τοποθεσία «Στινούρα» και «Ηγούμενου Αναύρα» και η οποία εξακολουθεί να φέρνει μέχρι σήμερα το όνομα «Αργαστήρια».
Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί ότι το χωριό ήταν χωρισμένο στα δύο. Υπήρχαν δύο μαχαλάδες. Ο ένας με το όνομα «Κοκώσι» και ο άλλος με το όνομα «Κοκκωτοί». Στο τέλος, υποχώρησε το ένα από τα δύο και οι δύο μαχαλάδες ενώθηκαν με το όνομα «Κοκκωτοί», το οποίο ισχύει έως και σήμερα.
Ετυμολογία της λέξης «Κοκκωτοί»
"Οδοιπορικό στην ιστορία του χωριού Κοκκωτοί και του Ι.Ν. Αγ. Παρασκευής"
π. Ιωάννης Παππάς, Γιάννος Γεώργιος
Κοκκωτοί, 2007
Δρυμώνας
Ο Δρυμώνας αποτελεί Τοπική Κοινότητα του Δήμου Αλμυρού, με 300 κατοίκους. Βρίσκεται πλησίον της Εθνικής Οδού, στους πρόποδες του όρους Όθρυς, σε υψόμετρο 150 μ.
Η ονομασία Δρυμώνας δόθηκε απ' τα πολλά και πυκνά δένδρα που υπήρχαν στην περιοχή. Ολόκληρη η περιοχή του χωριού ήταν ένα δάσος από πουρνάρια κυρίως, τα οποία έπαιρναν μια ασυνήθιστη ανάπτυξη, κάτι που δεν συμβαίνει σ' άλλες ημιορεινές περιοχές.
Το χωριό κτίστηκε τρία χιλιόμετρα περίπου πιο πάνω από βυζαντινό οικισμό. Η τοποθεσία όπου υπήρχε ο βυζαντινός οικισμός, έχει σήμερα την ονομασία Παλαιοδρυμώνας και απ' τα ερείπια που υπάρχουν βγαίνει το συμπέρασμα ότι ήταν μεγάλος. Πάντως οι πρώτοι κάτοικοι του χωριού ήλθαν απ' τα κοντινά προς αυτό χωριά Σούρπη, Βρύναινα, Κοκκωτούς. Ακόμα μερικές οικογένειες είχαν έλθει απ' την Ανάβρα, προκειμένου ν' αποφύγουν τους ληστές, οι οποίοι την εποχή εκείνη που άρχισε να κτίζεται ο Δρυμώνας, είχαν κατακλύσει την περιοχή της Ανάβρας.
Οι πρώτοι κάτοικοι του χωριού, που είχαν έλθει απ' τη Σούρπη μετά το 1832, εγκαταστάθηκαν στον Δρυμώνα και ίδρυσαν τη Νέα Δρυμώνα στην απέναντι από τη Σούρπη πλαγιά. Μετά τον καθορισμό των ελληνοτουρκικών συνόρων, μια ρεματιά λίγο έξω απ' το χωριό ήταν το όριο που χώριζε τον ελληνικό απ' τον τουρκικό τομέα. Ο Δρυμώνας βρισκόταν στον τουρκικό τομέα και κατά την επανάσταση του 1897 οι κάτοικοι, προκειμένου ν' αποφύγουν τυχόν δυσάρεστα, εγκατέλειψαν το χωριό και πέρασαν στο ελληνικό έδαφος.
Δυο αξιόλογοι ναοί υπάρχουν στο Δρυμώνα. Στην πλατεία του χωριού υπάρχει η εκκλησία της Παναγίας, ενώ στο λόφο πάνω από το χωριό υπάρχει η γραφική εκκλησία του Αγίου Αθανασίου.
Νηές
Γραφικός παραθαλάσσιος οικισμός της Σούρπης, που έχει επισημανθεί ως βυζαντινός μέσα από ανασκαφές και τυχαία ευρήματα.
Πρόκειται για ορμίσκο στις νοτιοδυτικές ακτές του Παγασητικού, στους πρόποδες του όρους Χλωμού. Έχει γραφικότατο λιμάνι, που περικλείεται ανατολικά από το ακρωτήριο Γλάρος. Η παραλία είναι αβαθής, ιδανική για κολύμπι παιδιών. Οι Νηές βρίσκονται χτισμένες μέσα σε μια καταπράσινη έκταση καθώς δυτικά απλώνεται ο ελαιώνας της Σούρπης, με 200.000 ελαιόδεντρα περίπου.
Σύμφωνα με την παράδοση από τις Νηές απέπλευσε ο Αχιλλέας με τον στόλο του για την Τρωική Εκστρατεία.
Γαύριανη
Ο οικισμός της Γαύριανης χτίστηκε στη σημερινή του θέση το 1950 με το σχέδιο Μάρσαλ. Η περιοχή ανήκε στον στρατηγό της Θεσσαλίας, Αποστολίδη. Όταν απελευθερώθηκε η Θεσσαλία πέρασαν στην κατοχή του δώδεκα τσιφλίκια κι ένα μεταλλείο στο θέση "Τσαγκλί". Η περιοχή της Γαύριανης ήταν ένα από τα δώδεκα τσιφλίκια, το οποίο στη συνέχεια νοίκιασε ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, Δροσόπουλος, για ενενήντα εννέα χρόνια.
Οι πρώτοι πληθυσμοί που κατοίκησαν τη Γαύριανη ήταν νομάδες Σαρακατσαναίοι. Όταν στα 1947 άρχισε να συζητείται ο νόμος περί απαλλοτριώσεων οι Σαρακατσαναίοι αυτοί ζήτησαν να αγοράσουν την περιοχή. Μετά από περιπέτειες και νομικές διαδικασίες πέρασε τελικά στην κατοχή τους. Στη μεγάλη δασική έκταση με τα πολλά τρεχούμενα νερά κατοικούν σήμερα οι απόγονοι των πρώτων κατοίκων ο οποίοι ασχολούνται με την κτηνοτροφία και τις γεωργικές καλλιέργιες.
Άποψη του χωριού Γαύριανη
Η Γαύριανη είναι οικισμός του Πτελεού και στην απογραφή του 2001 είχε 217 κατοίκους.
Νεοχωράκι
Στις αρχές του 19ου αιώνα, με τις διώξεις του Αλή πασά, αρκετές Σαρακατσάνικες οικογένειες εγκατέλειψαν τα Άγραφα και μετακινήθηκαν σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας. Έτσι και κάποιες οικογένειες μετακινήθηκαν ανατολικά στην Όθρυ. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας οι Τούρκοι είχαν εγκατασταθεί στην περιοχή όπου βρίσκεται σήμερα το χωριό Νεοχωράκι, που τότε ονομαζόταν Ιντζέκ. Μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλίας (1881) και πάλι οι Σαρακατσάνοι έμειναν χωρίς γη, η οποία είχε περάσει στα χέρια λίγων τσιφλικάδων, που την πήραν με μηδαμινό κόστος από τους Τούρκους. Μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλίας από τους Τούρκους επιστρέφουν και πάλι Έλληνες στην περιοχή, την αγοράζουν και προσθέτοντας ένα γάμα (Γ) και ένα γιώτα (Ι) στην αρχή και στο τέλος αντίστοιχα το ονομάσανε Γιντζέκι. Τότε το χωριό ήταν χωρισμένο σε δύο πλευρές. Την νότια πλευρά την λέγαν Γιντζέκι και την βόρεια Γιντζεκάκι. Λέγεται πως πριν χιλιάδες χρόνια υπήρχε σην περιοχή η αρχαία Ιτων γνωστή για τον Ναό της Αθηνάς της Ιτωνίας, ενώ αργότερα υπήρξε το χριστιανικό χωριό Ιτώνα.
Από το 1906 και μετά οι Σαρακατσάνοι άρχισαν να αγοράζουν δική τους γη στην περιοχή. Έτσι το Νεοχωράκι, όπως ονομάστηκε το 1927, κατοικήθηκε σιγά σιγά από Σαρακατσάνους, οι οποίοι αγόρασαν γη στην περιοχή και σήμερα είναι ένας καθαρά Σαρακατσάνικος οικισμός, που ανήκει στον Δήμο Αλμυρού, με 200 περίπου κατοίκους.
Νεράιδα
Κατά τον 16ο – 17ο αιώνα οργανώνονται πολλές βλάχικες κοινότητες, όπως το Μέτσοβο, οι Καλαρρύτες, το Ζαγόρι, η Μοσχόπολη (κοντά στη σημερινή Κορυτσά) κ.ά. με συνολικό πληθυσμό περίπου 60.000 κατοίκων. Με τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την ανάπτυξη των εθνικών κρατών σταματά και η ανάπτυξη των βλάχικων κέντρων.
Οι βλάχοι του Αλμυρού κατάγονται από το χωριό Φράσσιαρη (Frasari της σημερινής Ν. Αλβανίας). Γύρω στα 1700 ήταν σημαντική κωμόπολη, στην περιφέρεια της Πρεμετής, με 600 περίπου σπίτια. Στη συνέχεια καταστράφηκε τρεις φορές από τους Οθωμανούς και πολλοί από αυτούς κατέφυγαν στην περιφέρεια της Κορυτσάς. Από εκεί κατέβηκε η συντριπτική τους πλειοψηφία στον Αλμυρό κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα. Κατά τα έτη 1878-1880 εγκαθίστανται στον Αλμυρό 163 οικογένειες Βλάχων, όμως εγκατάσταση είχαμε και πριν την χρονολογία αυτή αλλά και μετά το 1881, όταν έγινε η απελευθέρωση του Αλμυρού και φυσικά ολόκληρης της Θεσσαλίας.
Οι Βλάχοι, εκτός της πόλης του Αλμυρού, εγκαταστάθηκαν και στην γύρω περιοχή και κυρίως στα χωριά Νεράιδα και Ανθότοπος. Σήμερα η Νεράιδα αριθμεί περίπου 120 κατοίκους.
Αρχείο Ζούπης Κωνσταντίνος
Ανθότοπος
Ο Ανθότοπος και η Νεράιδα είναι δύο γειτονικά χωριά που έχουν την ίδια ιστορική διαδρομή. Κατά τον 16ο – 17ο αιώνα οργανώνονται πολλές βλάχικες κοινότητες, Μέτσοβο, Καλαρρύτες, Ζαγόρι, Μοσχόπολη κοντά στη σημερινή Κορυτσά, με πληθυσμό 60.000 κατοίκους.Με τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την ανάπτυξη των εθνικών κρατών σταματά και η ανάπτυξη των βλάχικων κέντρων.
Οι βλάχοι του Αλμυρού κατάγονται από το χωριό Φράσσιαρη (Frasari της σημερινής Ν. Αλβανίας). Γύρω στο 1700 ήταν σημαντική κωμόπολη στη περιφέρεια της Πρεμετής με 600 περίπου σπίτια. Στη συνέχεια καταστράφηκε τρεις φορές από τους Οθωμανούς και πολλοί από αυτούς κατέφυγαν στην περιφέρεια της Κορυτσάς.
Από εκεί κατέβηκε η συντριπτική τους πλειοψηφία στον Αλμυρό κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα. Κατά τα έτη 1878-1880 εγκαθίστανται στον Αλμυρό 163 οικογένειες Βλάχων, όμως εγκατάσταση είχαμε και πριν την χρονολογία αυτή αλλά και μετά το 1881, που έχουμε την απελευθέρωση του Αλμυρού και φυσικά ολόκληρης της Θεσσαλίας.
Οι Βλάχοι εκτός της πόλεως του Αλμυρού εγκαταστάθηκαν και στην γύρω περιοχή και κυρίως στα χωριά Νεράιδα και Ανθότοπος. Κατά την απογραφή του 2001 στον Ανθότοπο καταγράφηκαν 118 κάτοικοι.
Αρχείο Ζούπη Κωνσταντίνου
Κωφοί
Το χωριό Κωφοί είναι κτισμένο στους πρόποδες του όρους Οθρυς και απέχει από τον Αλμυρό 12χλμ. Σήμερα κατοικούν στο χωριό περίπου 180 άνθρωποι. Οι κάτοικοι ασχολούνται με την κτηνοτροφία και εν μέρει με την γεωργία. Οι φυσικές ομορφιές του βουνού Όθρυς, το υψόμετρο, το κλίμα, ο καθαρός αέρας, το πράσινο, τα ελατοδάση, τα κρύα νερά, η μορφολογία του εδάφους είναι αρκετά και κατάλληλα κίνητρα για να επισκεφτεί κάποιος τους Κωφούς.
Βρίσκεται στην ίδια θέση και με το ίδιο όνομα από τη βυζαντινή περίοδο. Στην ίδια θέση υπήρχε άγνωστη πόλη, της οποίας βρίσκονται ερείπια. Πιθανολογείται ότι πρόκειται περί της αρχαίας Ερινεού ή της Κορώνειας. Έχει ύπαρξη 2.300 ετών περίπου. Επειδή στην περιοχή υπήρχε δασική έκταση οι κάτοικοι του χωριού ζούσαν από την ξυλεία των δασών της περιοχής και από την κτηνοτροφία.
Η αρχαιότητα του χωριού αποδεικνύεται με την ανακάλυψη, από τον Νικ. Γιαννόπουλο, αρχαίων ελληνικών τειχών του 300 π.χ., αρχαίων τάφων και μιας πλάκας στην οποία αναγράφονται πράξεις απελευθερώσεως δούλων και αναφέρονται οι στρατηγοί των Θεσσαλών, Παυσανίας και Ευβίοτος, καθώς επίσης και τέσσερις Φθιωτικοί μήνες.
Η σπουδαία αυτή επιγραφή βρίσκεται στο Μουσείο Αλμυρού στην αίθουσα επιγραφών. Επειδή κατά τα έτη 1889-90 βρέθηκαν ερείπια ρωμαϊκού λουτρού, γυάλινα αγγεία καθώς και νομίσματα Ρωμαϊκών και Βυζαντινών χρόνων, έπεται ότι η αρχαία αυτή πόλη εξακολουθούσε να υπάρχει και κατά τους Ρωμαϊκούς και Βυζαντινούς χρόνους.
Επί τουρκοκρατίας το χωριό ήκμαζε και ήταν πολυπληθές. Κατοικούνταν από 300 οικογένειες περίπου. Ήταν η έδρα του τοπάρχου Τούρκου της επαρχίας Αλμυρού «Βοεβόδα» και πρωτεύουσα ολόκληρης της επαρχίας Αλμυρού. Επίσης, ήταν η έδρα των επισκόπων Ζητουνίου και Κοκοσίου. Ένα κεφαλοχώρι με διοίκηση Δημογέροντα, έδρα Μητροπολίτη και Ιεροδίκη.
Η εκκλησία του χωριού που τιμά το όνομα των Αγίων Αποστόλων χτίστηκε πριν το 1465, είναι μικρή και σκοτεινή των βυζαντινών χρόνων με τοιχογραφίες αγίων από το 1665 επί επισκόπου Νεοφύτου. Επίσης υπάρχει η εκκλησία του προφήτη Ηλία κτισμένη στο βουνό Όθρυς.
Το χωριό έπαθε μεγάλη καταστροφή κατά τα έτη 1774-1775 λόγω του βαρύτατου χειμώνα. Τότε καταστράφηκε η κτηνοτροφία και τα μεγάλα ζώα. Από την Εθνική Επανάσταση του 1821 και μετά άρχισε να παρακμάζει λόγω των συνεχών επαναστάσεων και των ληστειών. Από το 1881, με την προσάρτηση της Θεσσαλίας στο ελληνικό κράτος το χωριό ησύχασε από τους ληστές και από τότε αρχίζει η εκ νέου ανάπτυξή του.
Στους Κωφούς γεννήθηκε το 1740 ο αείμνηστος Στέφανος Κομμητάς ένας από τους μεγάλους άνδρες της νέας Ελλάδας, ο οποίος πέθανε το 1840 στη Βουδαπέστη σε βαθύ γήρας. Ήταν άριστος γνώστης της αρχαίας ελληνικής γλώσσας στην οποία και έγραψε πολυάριθμα συγγράμματα. Από το 1800 και εξής είχε εκδώσει όλα τα βιβλία για την τότε σπουδάζουσα ελληνική νεολαία: Αριθμητική, Άλγεβρα, Ρητορική, Εκκλησιαστική ιστορία κλπ. Τα συγγράμματα του είχαν εισαχθεί σε όλα τα σχολεία του Κράτους. Το όνομά του έχει δοθεί σε οδό της πόλεως του Αλμυρού εις μνήμην του.
Αρχείο Ζούπη Κωνσταντίνου
Οι Κωφοί αποτελούν Τοπική Κοινότητα του Δήμου Αλμυρού. Πολύ κοντά στο χωριό, στον οικισμό της Όθρυς «Τσατάλι» σε υψόμετρο 1240μ. έχει ανεγερθεί μνημείο – παρεκκλήσι της Πολεμικής Αεροπορίας για τα θύματα της 5-2-1991 Αεροπορικής τραγωδίας, όπου συνετρίβη το αεροσκάφος C130.
Πηγάδι
Ο οικισμός Πηγάδι είναι επίνειο του Πτελεού. Αποτελεί κέντρο ζωής της περιοχής, με όλες τις σύγχρονες ανέσεις, καταστήματα, ξενοδοχεία, εστιατόρια με φρέσκο ψάρι και πολλούς μεζέδες, αλλά και νυχτερινή διασκέδαση με bar και disco. Στο Πηγάδι (και στους γύρω οικισμούς) υπάρχουν αρκετές επιχειρήσεις διαμονής (ξενοδοχεία, ενοικιαζόμενα δωμάτια, παραδοσιακοί ξενώνες, παραδοσιακά αρχοντικά κλπ) για να εξυπηρετήσουν τους επισκέπτες. Το γραφικό λιμανάκι του οικισμού, τα ψαροκάικα και οι γραφικές ταβερνούλες είναι πόλος έλξης για τους επισκέπτες.
Στην ευρύτερη περιοχή του παραλιακού Πτελεού βρίσκονται οι οικισμοί της Αγίας Μαρίνας και της Λεύκης, στον Παγασητικό κόλπο, οι οποίοι συνδυάζουν αρμονικά τη γοητεία της παρθένας φύσης με τις σύγχρονες ανέσεις και οι πανέμορφες παραλίες. Ανάμεσα σ' αυτούς τους οικισμούς και στο Πηγάδι βρίσκεται και ο οικισμός Καραβοτσάκι. Συνολικά, στο Πηγάδι και τους περιμετρικούς οικισμούς στην απογραφή του 2001 καταγράφηκαν 138 κάτοικοι.
Κονταρόλακκα
Οικισμός της Βρύναινας που βρίσκεται στην αντίθετη πλευρά της Εθνικής Οδού Αθηνών - Θεσσαλονίκης από αυτή στην οποία βρίσκεται η Σούρπη. Βρίσκεται σε υψόμετρο 80 μ. Στην απογραφή του 2001 είχε 108 κατοίκους.
Φυλάκη
Η Τοπική Κοινότητα της Φυλάκης βρίσκεται στο βορειοδυτικό άκρο του Νομού Μαγνησίας και ανήκει στο Δήμο Αλμυρού, από τον οποίο απέχει λίγα μόνο λεπτά της ώρας. Παλαιότερα ήταν ακμαίο χωριό με πολλούς κατοίκους, σχολείο, αστυνομικό τμήμα και πολλή ζωή, σήμερα κατοικείται από λιγοστούς κατοίκους.
Ωστόσο η ιστορία της περιοχής χάνεται ακόμα πιο πίσω και βαθιά στο χρόνο. Οι πρώτοι οικισμοί της περιοχής χρονολογούνται ήδη από τη Νεολιθική Εποχή, περίπου 5.000 π.Χ. Πρόκειται για τους γνωστούς βιβλιογραφικά προϊστορικούς οικισμούς της Πέρδικας (Νταουτζιά) και της Φυλάκης. Ειδικότερα ο δεύτερος όπως αναφέρεται από τον Όμηρο στα γνωστά έπη, συνεχίζει να κατοικείται και στην Εποχή του Χαλκού και στα Ιστορικά Χρόνια.
Το τοπίο είναι ήρεμο με πολλές ομαλές εναλλαγές από τις πλαγιές χαμηλών καλλιεργήσιμων λόφων και μικρές ρεματιές ανάμεσα. Το Χολόρεμα, το μεγαλύτερο ρέμα που στραγγίζει την περιοχή προς τον Παγασητικό δεσπόζει στον χώρο και αποτελεί την φυσική δίοδο προς τα Δυτικά. Στο δυτικότερο άκρο και πολύ κοντά στη Φυλάκη και την σπηλιά της υπάρχει ο ποταμός Ενιππέας.
Τα σπίτια του χωριoύ ακολουθούν το παραδοσιακό μοτίβο με τις ασπρισμένες και γεμάτες λουλούδια αυλές. Οι κάτοικοι ασχολούνται κατά κύριο λόγω με την γεωργία και την κτηνοτροφία, ενώ χαρακτηρίζονται από την φιλοξενία και την καλοσύνη τους
Χοροστάσι
Ο παραθαλάσσιος οικισμός Χοροστάσι ανήκει στην Τοπική Κοινότητα Πλατάνου του Δήμου Αλμυρού κι απαριθμεί 94 κατοίκους. Η περιοχή ονομάζεται και παραλία Πλατάνου. Βρίσκεται στον κόλπο του Αλμυρού.
Εκεί βρίσκονται οι εγκαταστάσεις εκφόρτωσης των πλοίων της βιομηχανίας SOVEL, καθώς και οι αντίστοιχες φόρτωσης υλικού για την τσιμεντοβιομηχανία ΑΓΕΤ Ηρακλής. Στην βόρεια άκρη της παραλίας λειτουργεί αλιευτικό καταφύγιο.
Άγιος Ιωάννης (Τσιγκέλι)
Μια όμορφη θαλάσσια περιοχή βρίσκεται 7,7 χμ. περίπου ανατολικά της Ευξεινούπολης και αποτελεί οικισμό της, με 50 περίπου κατοίκους. Ονομάζεται Αη-Γιάννης ή Τσιγκέλι και διαθέτει αλιευτικό καταφύγιο, κάμπινγκ, ταβέρνα και καφετέρια. Είναι γνωστή και ως παραλία Ευξεινούπολης.
Η περιοχή κατοικείται από τη Ρωμαϊκή και Βυζαντινή περίοδο, καθώς εδώ υπήρχε ο δεύτερος (παραθαλάσσιος) οικισμός του Αλμυρού εκείνη την περίοδο.
Σήμερα γίνεται από το Δήμο Αλμυρού προσπάθεια να δημιουργηθεί στην περιοχή λιμάνι, όπου μπορούν να μεταφερθούν όλες οι δραστηριότητες του λιμανιού του Βόλου.
Παραλία Αλμυρού
Ανατολικά της πόλης του Αλμυρού βρίσκεται ο οικισμός της παραλίας Αλμυρού (Καραγκιόλ), όπου θα σας μαγέψει η όμορφη τοποθεσία στην οποία βρίσκεται, στον κόλπο του Αλμυρού, δίπλα από το Τσιγκέλι (παραλία Ευξεινούπολης). Οι παραλίες έχουν καθαρή θάλασσα, όπως προκύπτει από τις συνεχείς μετρήσεις των υπηρεσιών του Νομού και αποτελούν πόλο επίσκεψης αρκετών κατοίκων του Δήμου.
Στην παραλία υπάρχουν εγκαταστάσεις για τους λουόμενους, ενώ όλο το καλοκαίρι γίνονται πολιτιστικές και αθλητικές εκδηλώσεις, όπως μουσικά φεστιβάλ, ψαράδικη βραδυά κ.ά.
Οι κάτοικοι της περιοχής, σύμφωνα με την απογραφή του 2001, είναι 41.
Λειχούρα
Ανάμεσα στο Πηγάδι και το Αχίλλειο βρίσκονται διάφοροι παραθαλάσσιοι οικισμοί που ανήκουν στην Τοπική Κοινότητα του Πτελεού. Η Λειχούρα, το Λουτρό και οι Άγιοι Απόστολοι είναι οικισμοί που δημιουργήθηκαν από παραθεριστές, οι οποίοι ανακάλυψαν στην περιοχή ένα ήσυχο απάγκιο για τις διακοπές τους.
Στην Λειχούρα υπάρχει σημαντικός υδροβιότοπος, που συνδυάζει γλυκό και αλμυρό νερό, με αποτέλσμα στην περιοχή να έχει αναπτυχθεί μεγάλη ποικίλια χλωρίδας και πανίδας.
Οι τρεις αυτοί οικισμοί απαριθμούν συνολικά 160 κατοίκους.
Άγιος Δημήτριος
Στο Αχίλλειο ανήκει ο οικισμός του Αγίου Δημητρίου, σε περιοχή κατάφυτη από ελιές που βρίσκεται στον Ευβοϊκό κόλπο, απέναντι από τη Βόρεια Εύβοια. Μια πανέμορφη διαδρομή δίπλα στην θάλασσα οδηγεί τον επισκέπτη από το χωριό του Αχιλλείου στον οικισμό. Επίσης, παραλιακός αγροτικός δρόμος μετά τον οικισμό οδηγεί στο ξωκλήσι του Αγίου Δημητρίου, μέσα από εκτεταμένους ελαιώνες, που φτάνουν ώς τη θάλασσα.
Ο οικισμός είναι γεμάτος από μικρές γραφικές παραλίες, που το καλοκαίρι πλημμυρίζουν από επισκέπτες. Η περιοχή αποτελεί ιδανικό τόπο για ερασιτέχνες ψαράδες και λάτρεις της φύσης. Την είσοδο στον κόλπο του Αγίου Δημητρίου "φυλάττουν" 2 νησάκια. Το μεγαλύτερο ονομάζεται Αργυρόνησος, ενώ ανάμεσα σ' αυτό και στην στεριά υπάρχει ένα μικρότερο. Σύμφωνα με τον Στράβωνα, αυτά τα 2 νησάκια στην αρχαιότητα ονομαζόταν Πύρρα και Δευκαλίων.
Στον οικισμό υπάρχουν καθαρά ενοικιαζόμενα δωμάτια και παραλιακές ταβέρνες, που δίνουν στον επισκέπτη τη δυνατότητα για άνετες διακοπές. Όμως, εκτός από τους επισκέπτες στον οικισμό διαμένουν μόνιμα περίπου 50 κάτοικοι.
Άγιος Ιωάννης
Σε μικρή απόσταση από τη Βρύναινα υπάρχει ο Άγιος Ιωάννης, ένα γραφικό χωριουδάκι μέσα σε πυκνή βλάστηση δίπλα στο υδάτινο φράγμα του «Μαυρομάτη». Ονομαστή είναι η εκκλησία του χωριού από το ιερό της οποίας πηγάζει το νερό που δροσίζει τους περαστικούς στην βρύση που υπάρχει στην πλατεία του χωριού. Εκεί λειτουργεί ξενώνας 60 κλινών και εστιατόριο με παραδοσιακούς μεζέδες.
Η πλατεία του χωριού
Ο επισκέπτης μπορεί να φιλοξενηθεί στον ξενώνα του χωρίου, να δροσιστεί στην πηγή που υπάρχει στην πλατεία, να θαυμάσει το τοπίο και να περπατήσει σε καταπράσινα μονοπάτια, να προσκυνήσει στην Άνω Ιερά Μονή Ξενιάς, να επισκεφτεί το φαράγγι και το φράγμα Μαυρομάτη, να γευτεί τους μεζέδες και να απολαύσει τον καφέ του στο εστιατόριο του ξενώνα.
Βρίσκεται σε απόσταση 20 περίπου χιλιομέτρων από την Εθνική Οδό και από τον Ιανουάριο του 2001 αποτελεί Τοπική Κοινότητα του Δήμου Αλμυρού, με 75 περίπου κατοίκους.
Αργιλλοχώρι
Σε πολλές περιοχές της Μ. Ασίας από τα πανάρχαια χρόνια κατοικούσαν ελληνικοί πληθυσμοί, κυρίως στα παράλια, αλλά και στην ενδοχώρα. Μια από τις περιοχές αυτές, είναι και η Καππαδοκία, η οποία μαζί με την πρωτεύουσα της την Καισαρεία άκμασε τα βυζαντινά χρόνια.
Μετά τον ατυχή πόλεμο του 1922, στις 30 Ιανουαρίου του 1923 έγινε η Ελληνοτουρκική σύμβαση για την ανταλλαγή των πληθυσμών. Μια από τις περιοχές με Ελληνικό πληθυσμό, ο οποίος έπρεπε να εγκαταλείψει τις εστίες του ήταν και η Καππαδοκία. Η μεταφορά των κατοίκων άρχισε το καλοκαίρι του 1924 και ως την τελική τους εγκατάσταση (μετά από διάφορες περιπέτειες) στη Ήπειρο, διήρκησε περίπου 4 μήνες.
Ένα κομμάτι από αυτούς μη μπορώντας να ζήσουν στον τόπο υποδοχής, μετά από δύο χρόνια έφυγαν και μετεγκαταστάθηκαν στο κάμπο του Αλμυρού. Ήταν όλοι τους από το χωριό Τσαρικλί. Στον καινούργιο χώρο εγκατάστασης έφτιαξαν δύο χωριά σε μικρή απόσταση το ένα από το άλλο, το Αργιλλοχώρι και το Μαυρόλοφο.
Αρχείο Ζούπης Κωνσταντίνος
Το Αργιλλοχώρι σήμερα ανήκει στο Δήμο Αλμυρού με πληθυσμό 66 κατοίκων, ενώ μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού του οικισμού κατοικεί πλέον στον Αλμυρό και στην Ευξεινούπολη.
Άνω Μαυρόλοφος
Σε πολλές περιοχές της Μ. Ασίας από τα πανάρχαια χρόνια κατοικούσαν ελληνικοί πληθυσμοί, κυρίως στα παράλια, αλλά και στην ενδοχώρα. Μια από τις περιοχές αυτές, είναι και η Καππαδοκία, η οποία μαζί με την πρωτεύουσα της την Καισαρεία άκμασε τα βυζαντινά χρόνια.
Μετά τον ατυχή πόλεμο του 1922, στις 30 Ιανουαρίου του 1923 έγινε η Ελληνοτουρκική σύμβαση για την ανταλλαγή των πληθυσμών. Μια από τις περιοχές με Ελληνικό πληθυσμό, ο οποίος έπρεπε να εγκαταλείψει τις εστίες του ήταν και η Καππαδοκία. Η μεταφορά των κατοίκων άρχισε το καλοκαίρι του 1924 και ως την τελική τους εγκατάσταση (μετά από διάφορες περιπέτειες) στη Ήπειρο, διήρκησε περίπου 4 μήνες.
Ένα κομμάτι από αυτούς μη μπορώντας να ζήσουν στον τόπο υποδοχής, μετά από δύο χρόνια έφυγαν και μετεγκαταστάθηκαν στο κάμπο του Αλμυρού. Ήταν όλοι τους από το χωριό Τσαρικλί. Στον καινούργιο χώρο εγκατάστασης έφτιαξαν δύο χωριά σε μικρή απόσταση το ένα από το άλλο, το Αργιλλοχώρι και το Μαυρόλοφο.
Αρχείο Ζούπης Κωνσταντίνος
Ο Μαυρόλοφος στην ουσία είναι ο ένας από συνολικά τρεις οικισμούς που βρίσκονται στην περιοχή και σήμερα ανήκουν στο Δήμο Αλμυρού. Μεγαλύτερος από τους τρεις σε πληθυσμό, αλλά και σε έκταση, είναι ο Άνω Μαυρόλοφος με 24 κατοίκους. Όπως συμβαίνει σε όλους τους οικισμούς εκείνης της περιοχής, μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού κατοικεί πλέον στον Αλμυρό και στην Ευξεινούπολη.
Μαυρόλοφος
Τα ιστορικά στοιχεία και για τον Μαυρόλοφο είναι ίδια με όσα έχουν γραφτεί και αντληθεί από το αρχείο του Κων/νου Ζούπη, τόσο για το Αργιλλοχώρι όσο και για τον Άνω Μαυρόλοφο.
Στον Μαυρόλοφο έχουν απομείνει ελάχιστοι κάτοικοι, καθώς ο οικισμός είχε 13 κατοίκους στην απογραφή του 2001. Οι περισσότεροι έχουν μετακινηθεί προς τον Αλμυρό και την Ευξεινούπολη.
Όθρυς
Στο όρος Όθρυς, ανάμεσα στους Κωφούς και τους Κοκκωτούς, στην περιοχή Τσατάλι έχει δημιουργηθεί τις τελευταίες δεκαετίες ο οικισμός Όθρυς, κοντά στο σημείο όπου συνετρίβη το C-130, τον Φεβρουάριο του '91, με αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους 63 Αξιωματικοί, Υπαξιωματικοί και Οπλίτες της Πολεμικής μας Αεροπορίας.
Οι συγγενείς των θυμάτων κατασκεύασαν στην περιοχή και εκκλησάκι των Αρχάγγελων Μιχαήλ και Γαβριήλ.
Κατά την απογραφή του 2001 οι κάτοικοι του οικισμού ήταν 16. Ο οικισμός ανήκει στην Τοπική Κοινότητα των Κωφών και βρίσκεται σε υψόμετρο άνω των 1.000 μέτρων.
Ζαρκαδοχώρι
Οικισμός του Δήμου Αλμυρού, που βρίσκεται στο δυτικό άκρο του Νομού Μαγνησίας, στα σύνορα της Μαγνησίας με το Νομό Λαρίσης, αλλά και στα σύνορα του Δήμου Αλμυρού με το Δήμο Φαρσάλων.
Βρίσκεται στους πρόποδες του όρους Όθρυς, σε υψόμετρο 340 μ. και κατά την απογραφή του 2001 είχε 14 κατοίκους. Απέχει 21,7 χλμ από την πόλη του Αλμυρού.
Στην περιοχή του Ζαρκαδοχωρίου υπάρχει χαρακτηρισμένο (από το 1983) δάσος μεγάλης έκτασης.
Πέρδικα
Ο οικισμός της Πέρδικας, που κατοικείται από ελάχιστα άτομα, βρίσκεται στο κέντρο της διαδρομής από Μαυρόλοφο προς Φυλάκη, κοντά στα σύνορα του Δήμου Αλμυρού με το Δήμο Φαρσάλων.